Translate

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Κεφάλαιο πρώτο Γενικά για τις λύρες


Σύγχρονη πηκτίδα ''`Ήδιστον μέλημα"



Λύρα σήμερα  οργανολογικά ονομάζουμε το έγχορδο όργανο με δύο βραχίονες.
Γενικά όμως ονομάζουμε λύρες και  όσα έχουν ένα βραχίονα και παίζονται με δοξάρι ακουμπισμένα στο πόδι, επειδή το παίξιμο με δοξάρι-τοξάρι- της λύρας κάθε είδους αποτελούσε την απόκρυφη λύρα των ιερών μυστηρίων τηρώντας την αρχαία έννοια της λέξεως που σήμαινε γενικά το έγχορδο μουσικό όργανο.
Αρχαιότεροι από τον όρο λύρα για την περιγραφή των εγχόρδων οργάνων είναι οι όροι Κίθαρις-Κιθάρα και Φόρμιγξ-Φόρμιγγα. Και οι δύο αυτοί όροι συνδέθηκαν αργότερα με συγκεκριμένο είδος εγχόρδου με διπλούς βραχίονες κι έτσι η χρήση τους περιορίστηκε στο είδος αυτό.

Το μεν όνομα Φόρμιγξ  που σημαίνει φορητή χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ξύλινη κατασκευή έγχορδου οργάνου που έγινε για τούτο πιο φορητή ως σταθερότερη και ομοιογενής αλλά και ευπαρουσίαστη.

Το δε Κίθαρις που σημαίνει  θωρακόσχημη από το κίθαρος που είναι θωρακόσχημο ψάρι, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την τελειοποιημένη εξέλιξη της λύρας φόρμιγγας βαρβίτου.
Ονομάζεται κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή: Κίθαρις βάρβιτος.

Ωστόσο ο Όμηρος στην Οδύσσεια αναφέρει στην πρώτη ραψωδία:
''Κήρυξ θήκε Φημίω κίθαρη περικαλλέα''  δηλαδή:
 κήρυκας θήκιασε στον Φήμιο κιθάρα πανέμορφη

Η κίθαρη αυτή την εποχή του Ομήρου  1000πΧ ήταν μια Πηκτίδα  είτε η εξέλιξη της με αντηχείο η Φόρμιγγα γιατί υπήρχαν παράλληλα και τα δύο είδη.

Αργότερα οι λύρες αποκτούν ειδικά ονόματα για κάθε είδος ενώ για το γένος οργάνων με δύο βραχίονες μένει το όνομα λύρα που σημαίνει καλλίφωνο και προέρχεται από το αντίστοιχο ωδικό πτηνό.

Η εξέλιξη της λύρας


Ας πάρουμε τα πράγματα από τη αρχή.
Τα έγχορδα μουσικά όργανα προκύπτουν από το κυνηγετικό τόξο.
Την εποχή προ του 13.000πΧ σύμφωνα με τις ενδείξεις σε τοιχογραφίες [πχ Trois Frères cave of southern France,]  υπάρχουν ήδη τόσο το τόξο όσο και  το μουσικό τόξο.






Τα έγχορδα μουσικά όργανα -μουσικά τόξα- προκύπτουν από την διαδικασία του κυνηγιού [όπως άλλωστε νωρίτερα οι αρχάνθρωποι κυνηγοί ανακάλυψαν τα κρουστά και πνευστά όργανα που ανάγονται νωρίτερα από το αρχαιότερο εύρημα αυλού: 43.000πΧ ].


Προσπαθώντας να φοβίσουν με απόκοσμους ήχους-άγνωστους θορύβους- τα άγρια ζώα, οι κυνηγοί δονούν τα κυνηγετικά τους όπλα μαζί με αυτά και τα τόξα τους.
Έτσι καταφέρνουν να τρέψουν τα ζώα πανικόβλητα σε φυγή, που θα τα οδηγούσε σε ενέδρα ή στην αιχμαλωσία και που λόγω του πανικού τους δεν θα διακρίνουν έγκαιρα την παγίδα.
Έτσι από ότι φαίνεται η τέχνη έπεται μεν αλλά σχετίζεται με τη βιοτική φροντίδα.

Η δόνηση-διέγερση της χορδής του κυνηγετικού τόξου μόνο με τα δάκτυλα αρπάζοντας και αφήνοντας απότομα τη χορδή του είναι το άρπαγμα ή άρπισμα, ενώ με το νύχι ή με άλλα αντικείμενα δημιουργεί την χρήση με πλήκτρο-αντικείμενο που πλήττει-  ενώ τέλος με άλλο τόξο-τοξάρι=δοξάρι- δημιουργεί την τοξωτή χρήση.
Η επιμέρους αυτή ηχητική κυνηγετική χρήση του τόξου, το μετατρέπει και σε ηχητικό όργανο επιπλέον της χρήσης του φονικού οργάνου.
Εξάλλου καθιστά το τόξο θρησκευτικό όργανο, η διαδικασία αναπαράστασης του κυνηγιού, για  εξοικείωση με την επικίνδυνη διαδικασία του κυνηγιού και του πολέμου επιβίωσης με τα άγρια ζώα και με πεινασμένους εισβολείς.
Η εξοικείωση αυτή γίνεται σε τελετές στις σπηλιές όπου μένουν τα ίχνη των τελετών.
Οι ηχητικοί πειραματισμοί καθιστούν το τόξο παιχνίδι στα χέρια των μικρών και μεγάλων κυνηγών. Επιπλέον η ικανότητα για παραγωγή ευχάριστου ήχου που προκύπτει από υπομονετικούς και επίμονους πειραματισμούς το καθιστά  όργανο τέχνης, δηλαδή μουσικό όργανο, που εντάσσεται στις τελετές ως μέσο ευχάριστης καθήλωσης των θεατών και ακροατών.
Το μουσικό τόξο αποκτά αρχικά   δύο και τρεις χορδές ως ανάγκη ποικίλματος στον ήχο για να μην είναι μονότονος. Δεν έχει αντηχείο  και όταν παίζεται με το δάκτυλο δεν ακούγεται ιδιαιτέρως,όπως γίνεται με το νύχι ή άλλο πλήκτρο από κόκαλο ή καβούκι ή κέρατο ή νύχι πολύ περισσότερο με το δοξάρι και ακόμη καλύτερα δοξάρι από τρίχες ουράς αλόγου με ρετσίνι.

H μουσική τεχνολογία κρουστών πνευστών και εγχόρδων οργάνων είναι γνωστή σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς ειδικά δε από το 5000 μέχρι το 3000 πΧ την εποχή της γένεσης των εθνικών συνειδήσεων οπότε δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε που πότε και από ποιόν έγινε πια ανακάλυψη και εφεύρεση έτσι κι αλλιώς αυτό ανήκει στην εποχή του οικουμενικού κόσμου που ο άνθρωπος δεν είχε παρά μόνο στενή φυλετική συνείδηση.
Στον Ελληνικό χώρο το αρχαιότερο μουσικό εύρημα που αφορά λύρα είναι: Οι αρπιστές της νήσου Κέρος. Πρόκειται για αγαλματίδια που παριστάνουν αρπιστές όλοι έχουν πηκτίδα-άρπα-

είναι ξεκάθαρο πως μόνο το δεξί χέρι παίζει ενώ το αριστερό κρατάει επομένως το 3000πΧ υπήρχαν χορδές τόνων και η πηκτίδα είχε τη χρήση άρπας.
Το ίδιο παρατηρούμε και στον αρπιστή της Πύλου από το ανάκτορο του Νέστορα του 1500πΧ. Μπορούμε να συμπεράνουμε πως η πηκτίδα είχε χρήση μόνο σαν φορητή άρπα;
Η απάντηση μου είναι σαφώς όχι και θα φανεί παρακάτω το γιατί.
.
Η τοιχογραφία του αρπιστή στο ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο που παριστάνει οκτώσχημη πηκτίδα-άρπα του 1500πΧ.

Με τον καιρό προκύπτει το αντηχείο [το κούφιο μέρος] που ενισχύει πολύ τον ήχο του οργάνου. Είναι ξεκάθαρο πως το αντηχείο ανακαλύπτεται πριν από το 3000πΧ όπως μαρτυράει ο Αρπιστής της Κέρου του 2800πΧ που αναπαριστά πηκτίδα-άρπα με αντηχείο.

Αρπιστής Κέρου Μουσείο Παύλου Γκετί, Μαλιμπού, Καλιφόρνιας


Λεπτομέρεια από αιγυπτιακή τοιχογραφία για τους λαούς της θάλασσας όπου φαίνεται πως η λύρα με αντηχείο και  επτά χορδές ήταν ήδη σε χρήση από το 1500 πΧ από τους Κυκλαδίτες λαούς της θάλασσος και γνωστή στους Αιγύπτιους που είχαν επαφές μαζί τους.

Η ανακάλυψη του αντηχείου  που έγινε πριν το 3000 πΧ επειδή βλέπουμε στον μικρό αρπιστή της Κέρου πως η πηκτίδα του έχει αντηχείο δεν σημαίνει όμως πως χρησιμοποιείται σε όλα τα όργανα αφού στον ίδιο χώρο  την ίδια εποχή βλέπουμε στους υπόλοιπους αρπιστές τρείς στον αριθμό πως δεν είχαν αντηχείο τα όργανα που κρατούσαν και είναι όλα από ένα νησάκι την Κέρο της Κυκλαδικής περιόδου γύρω στο 2800πΧ.
Χρησιμοποιείται παράλληλα η πηκτίδα με αντηχείο με την πηκτίδα χωρίς αντηχείο, τόσο την ίδια εποχή όσο και 1500χρόνια μετά. Μάλιστα με βάση τα αγαλματίδια ήταν πιο συχνή η χρήση χωρίς αντηχείο. Ο πιθανός λόγος είναι η εκπαιδευτική της χρήση και μάλιστα σε εσωτερικό χώρο που δεν χρειάζεται η ένταση του ήχου.


Αρπιστής και  διαυλητής  στο Μουσείο Κυκλαδικής τέχνης Αθήνας 2800πΧ

Το μουσικό σύστημα της εποχής των λαών της θάλασσας 5000-3000πΧ ήταν ανεπτυγμένο αφού χρησιμοποιείται ο δίαυλος μαζί με τη λύρα που προϋποθέτει  σημαντικές γνώσεις μουσικές για να μπορούν να συνεργαστούν οι μουσικοί.
Η στάση κάθε αρπιστή του 3000πΧ είναι καθιστή με την πηκτίδα στον δεξί μηρό να παίζεται από το δεξί χέρι και να κρατιέται με το αριστερό.

Αρπιστής  Μητροπολιτικό μουσείο Νέας Υόρκης

Αρπιστής  μουσείο Μαλμαζόν, Παρίσι

Αρπιστής  μουσείο badisches Landes kaρλσρούη
[πηγή άρθρο ΜARIN LHOPITEU Ηarpomania.blogspot.com]

Το όργανο που διαθέτει εν δυνάμει αντηχείο και δεν χρησιμοποιεί το αντηχείο είναι η πρωτόγονη λύρα η χέλυς [=χελώνα] δηλαδή μια πρωτόγονη πηκτίδα [=στερεωμένη] από κέρατα που σφηνώνονται σε ολόκληρο καβούκι χελώνας στις τρύπες των ποδιών. Όταν κάποιες φορές το καβούκι σπάει  επισκευάζεται με δέρμα που τεντώνεται στο καμπύλο μέρος σχηματίζοντας ένα υποτυπώδες τύμπανο, τότε στο μουσικό όργανο ο ήχος γίνεται πολύ πιο δυνατός και διαυγής. Έτσι πιθανότατα ανακαλύπτουν οι μουσικοί το αντηχείο με κάλυμμα ευέλικτο. Κατανοούν εμπειρικά το ρόλο του αντηχείου και προσθέτουν αντηχείο στα έγχορδα όργανα που δημιουργούν στη συνέχεια.
Έτσι κάπως εξηγείται και η μυθοποίηση του οργάνου αυτού.

Το εξελιγμένο -σύνθετο όπως ονομάζεται-τόξο κατασκευάζεται από σύνθεση υλικών όπως κέρατα και ξύλο σε συνδυασμό με εντέρινες χορδές. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το μουσικό τόξο, η φυσική εξέλιξη του μουσικού τόξου είναι η λύρα και τα είδη της.
Τα είδη της λύρας, εγχόρδου οργάνου δηλαδή, είναι δύο κατηγοριών: με δύο βραχίονες ή με έναν. Στην περίπτωση των δύο βραχιόνων σχηματίζεται με διάφορους τρόπους ένα πλαίσιο, στη δεύτερη περίπτωση αυτό δεν χρειάζεται επειδή τις τάσεις συγκρατεί ο μονός βραχίονας.
Ας δούμε τα διάφορα είδη λύρας:

1.Χέλυς[=χελώνα] που είναι η αρχαιότερη ως πρωτόγονη κατασκευή λύρας με βραχίονες από κέρατα και σταθεροποίηση τους με ολόκληρο καβούκι χελώνας. Η οποία γίνεται μετέπειτα  αν και πρωτόγονο ένα τελειοποιημένο μουσικό όργανο με αντηχείο από μισό καβούκι [το καμπύλο του μέρος] ντυμένο με δέρμα και επτά χορδές ονομάζεται Απολλώνια λύρα. Χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα. Η δημιουργία της έχει μυθοποιηθεί και θεωρείται από την παράδοση πως δημιουργήθηκε από τον πανούργο Ερμή και έγινε δεκτό σαν ανταλλαγή από το θεό της μουσικής Απόλλωνα. Γεγονός που συμβαδίζει με την ιστορία του τόξου και του μουσικού τόξου και τη διάχυση τους.
Στην ουσία η χέλυς είναι μια πρωτόγονη πηκτίδα. 
Ο Νίκος Ξανθούλης με πηκτίδα-χέλυς με ξύλινους βραχίονες

Υπάρχει και ένα ενδιάμεσο στάδιο χέλυος που δημιουργείται πριν την ξύλινη Πηκτίδα που οι βραχίονες από κέρατα αντικαθίστανται από ξύλινα κλαδιά. Μάλιστα αυτή η κατασκευή δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας της βαρβίτου με αντηχείο χελώνας αργότερα.


2.Πηκτίς [=πηκτή ή στέρεη]
πρόγονος της κιθάρας, της φόρμιγγας αλλά και της χέλυος με λειτουργικό αντηχείο από το καβούκι χελώνας με σπασμένο το κάτω μέρος και στη θέση του τεντωμένο δέρμα. Η πηκτίς δεν διέθετε αντηχείο. Είναι πρόγονος της φορητής άρπας και κάθε είδους έγχορδου επειδή πάνω σε αυτή έγιναν οι δημιουργικές διαδικασίες βάσης πειραματισμού αυτό φαίνεται από την πληθώρα ονομασιών της και διαφοροποιήσεων της.

Σύγχρονη τετράχορδη Πηκτίδα

Η πηκτίς λέγεται επίσης:
Τρίχορδον [=τρεις χορδές (ρε λα ρε' )ή (λα, ρε, λα') (σι μι λα)και άλλες παραλλαγές]
Άρπα [αρπάζω τη χορδή]
Κινόρ [κινώ τη χορδή, από την προελληνική Φιλισταίων,Γαλιλαίων]
Κανών [κανονίζω-χορδίζω] σε αυτό το τρίχορδο [υπάτη-μέση-νήτη] και τετράχορδο όργανο τεντώνονταν με συγκεκριμένου βάρους βαρίδια οι χορδές κι έτσι έπαιζε κανονιστικό ρόλο στο να κουρδιστούν σωστά τα υπόλοιπα όργανα. Κανόνας ήταν και το μονόχορδο του Πυθαγόρα όπου έκανε τα πειράματα του για τους λόγους των χορδών. Αργότερα έγινε πολύχορδο όργανο με συνολικό αντηχείο και ονομάστηκε κανονάκι και σαντούρι [σαντούρ στα περσικά σημαίνει εκατόχορδο]

Ψαλτήριο [=συνοδεία των ψαλμών] οι λύρες είχαν πάντοτε αυτό τον ρόλο από την αρχή της ύπαρξης τους μαζί με τον αυλό και τον δίαυλο. Το ψαλτήριο έγινε πολύχορδο.



Τα βασικά όργανα της ορχήστρας εταίρων των λαών της θάλασσας όπως φαίνεται σε Αιγυπτιακή τοιχογραφία ταφική του 1500 πΧ από δεξιά:
σαμβύκη, πανδουρίδα και φωνή, παιδική φωνή, δίαυλος, φόρμιγγα [πηκτίδα με αντηχείο].

3. Σαμβύκη[=ζαμπούκος αφροξυλιά κουφοξυλιά ] που είναι η πρώτη ξύλινη λύρα με αντηχείο στην μια πλευρά όπου καταλήγουν οι χορδές. Πρόγονος σταθερής άρπας και πανδουρίδας.



Ο λίθος της Μαντινείας 600 πΧ
4.Πανδουρίς[=πάνδρυς, ολόξυλο δρυός ]που διαθέτει αντηχείο κι ένα βραχίονα κι επομένως είναι μεταγενέστερη της πηκτίδας της οποίας δανείζεται το τρίχορδο κούρδισμα που διατηρεί μέχρι σήμερα ως τρίχορδο σκαφτό μπαγλαμαδάκι  τζουράς, αλλά και ως κρητική, ποντιακή, θρακιώτικη και πολίτικη λύρα. Πρόγονος των λαουτοειδών κάθε χρήσης νυκτής και τοξωτής.
-Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας''(Αθήναιος Δ', 183F-184A, 82).
Αθήναιος ο Nαυκρατίτης, τέλη 2ου αι. μ.Χ. - αρχές 3ου αι. μ.Χ. ήταν αρχαίος Έλληνας βιολόγος, φυτολόγος, ζωολόγος, γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός από την Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα στην Ρώμη.
-Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος.
Ο Νικόμαχος από τα Γέρασα της Παλαιστίνης έζησε μεταξύ των μέσων του 1ου και 2ου αιώνα μΧ.
-Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".
Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς ή Αλεξανδρινός ήταν Έλληνας γραμματικός και λεξικογράφος που άκμασε κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.



Μάγαδις ή απόκρυφη λύρα





. 
5.Μάγαδις [=μαγική ή γοητευτική ή απόκρυφη]  που σήμαινε πιο πολύ απόκρυφη λύρα για τον τρόπο παιξίματος με δοξάρι  και την ύπαρξη καμπύλου ''καβαλάρη'' το εξάρτημα που κρατάει τις χορδές στο αντηχείο και διευκολύνει το δοξάρι. Πρόγονος οικογένειας τοξωτών κάθε είδους. Μάγαδις μπορεί να είναι κάθε λύρα με καμπύλο καβαλάρη που μπορεί να παιχτεί με δοξάρι.
Επικράτησε η μορφή της μονόμπρατσης πανδουρίδας ως η πιο αποτελεσματική για τοξωτή χρήση στο πόδι.
Η λύρα αυτή  διαχύθηκε αφενός την ελληνιστική εποχή  στα ιερά όλης της  αυτοκρατορίας αλλά κυρίως με την καταστροφή των ιερών των ελληνικών ναών μετά το 400μΧ μετατράπηκε σε λαϊκό όργανο όπως και η απλή νυκτή πανδουρίδα.
Είναι γνωστή σε διαφόρους λαούς:
στους κέλτες ονομάζεται crwth  [παραφθορά του κίθαρη],
στους Βίκινγκς λέγεται juhinco-jouhikantele-talharpa
στους Σάξονες talharpa [ψηλή άρπα]
στους Άραβες ραμπάπ σάαζ
στους Γαλάτες ρεμπέκ ,
στους Ινδούς citar [παραφθορά του κιθάρα]
στους γιαπωνέζους που τη λένε σαμισέν
στους κινέζους σανξιέν [ σημαίνει και στις δύο γλώσσες τρίχορδον] και σε πολλούς άλλους λαούς που παίζεται ως τοξωτή λύρα ή ως νυκτό όργανο.

6.Φόρμιγγα[=φορητή ] εξολοκλήρου ξύλινη δύο βραχιόνων με αντηχείο, εξέλιξη της πηκτίδος και πρόγονος της κιθάρας.

7. βάρβιτος[=βαρύτονη ]από το βαρύμιτον [βαρύ + μίτον =βαριά χορδή]. Κατασκευή με μακριούς βραχίονες ή κοντές χοντρές χορδές, είδος χέλυς ή φόρμιγγας με επτά χορδές - το Απολλώνιο κούρδισμα- . Βάρβιτος δηλαδή βαρύτονη μπορεί να είναι κάθε είδος λύρας με μακριούς βραχίονες ή χοντρές χορδές.

Αγώνας Απόλλωνα και Φρύγιου αυλητή Μάρσυα.

8.Κίθαρις [=θωρακόσχημη κορυφαία] από το κίθαρος θώρακας, θωρακόσμημο ψάρι και διάδημα κορώνα. Είναι η τελειοποιημένη εξέλιξη της φόρμιγγας  βαρβίτου με τραπεζοειδές αντηχείο. Είναι η εξολοκλήρου ξύλινη, βαρύτονη θωρακόσχημη, κορυφαία ως η τελειοποιημένη λύρα κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Διαθέτει μηχανισμό βιμπράτο και ξεχειλώματος [μπέντινγκ], μηχανισμό που μιμείται η ηλεκτρική κιθάρα με ηλεκτρονικό τρόπο. Επίσης διαθέτει και ισοκράτες ή κουρδιστές μεταλλικούς [διαπασών]. Το κούρδισμα της είναι το επτάχορδο ή ψευδοοκτάχορδο- Απολλώνιο κούρδισμα- όπου η τελευταία και η πρώτη χορδή βρίσκονται με διαφορά οκτάβας.
Το τελειοποιημένο ερασιτεχνικό κούρδισμα της είναι το
λα σι ντο ρε μι φα σολ λα'
ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο'
Παίζεται  ερασιτεχνικά σαν άρπα  δηλαδή χορδή και φθόγγος αλλά και με πλήκτρο .
Από τους επαγγελματίες παίζεται με το νύχι του αριστερού με λόγους χορδών σαν τη σημερινή κιθάρα και με περισσότερες υποδιαιρέσεις μάλιστα. Επίσης παίζεται από τους επαγγελματίες με οκτώ χορδές ως διπλό τετράχορδο.[Μι σι μι λα] ή [μι λα ρε σολ]
Αργότερα την ελληνιστική εποχή γίνεται διάσημη από τις θεατρικές παραστάσεις σε όλη την πολυεθνική αυτοκρατορία, ωστόσο καταντάει μια πολύχορδη  άρπα με περισσότερες από εννιά χορδές και χρησιμοποιείται σαν μια απλή φορητή άρπα, από όσους δεν γνωρίζουν αφενός το ελληνικό σύστημα μουσικής, και αφετέρου δεν έχουν διδαχτεί την επαγγελματική της χρήση, είναι μάλιστα πάρα πολλοί αυτοί σε όλη την αλεξανδρινή αυτοκρατορία.
Είναι το επαγγελματικό όργανο της κλασικής εποχής  και ως εκ τούτου το τελειότερο και δυσκολότερο ταυτόχρονα.
Αντίστοιχο όργανο σύγχρονο είναι η ηλεκτρική κιθάρα, η κλασική κιθάρα, η ακουστική μπασο-κιθάρα, το λαούτο, το ούτι, το  βιολοντσέλο. Όλα αυτά τα όργανα έχουν όλα τα βασικά σχεδιαστικά χαρακτηριστικά της τα πλήρη χαρακτηριστικά της όμως τα έχει μόνο η ηλεκτροακουστική κιθάρα που φέρει κουρδιστήρι, μηχανισμό βιμπράτο. μηχανισμό μπέντιγκ και ισοκράτες αν και ηλεκτρονικούς.

Εισαγωγή

Υδρία Ευθυμίδη Μουσείο Μονάχου

Οι λύρες είναι οι γέφυρες μεταξύ διεθνούς και Ελληνικού συστήματος είναι επίσης γέφυρες μεταξύ παρελθόντος παρόντος και  μέλλοντος.
Γνωρίζουν οι μουσικοί στοιχεία ιστορίας της μουσικής. Την ακαδημαϊκή ιστορία της μουσικής που διδάσκει για παράδειγμα πως το βιολί ανάγεται στο 1300!
Αυτό είναι τόσο ακριβές όσο και το ότι η βυζαντινή μουσική ανάγεται στο Βυζάντιο όπως δηλώνει το όνομα της. Δηλαδή καθόλου!
Οι δυο φράσεις παραβλέπουν χιλιάδες χρόνια εξέλιξης όπου ατελείωτος αριθμός από σημαντικές προσωπικότητες, από δημιουργούς και καλλιτέχνες που μόχθησαν, εργάστηκαν με συνέπεια, με αφοσίωση και με αποτελεσματικότητα, συσσώρευσαν επιτεύγματα, γνώση και τέχνη.
Τους διαγράφουν έτσι σαν να μην υπήρξαν ποτέ και παίρνει τα εύσημα ο ενετός οργανοποιός και ο βυζαντινός ψαλμωδός, που προφανώς πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες αλλά όχι το Παν.
Είναι τεράστια η αδικία και καταστροφική η παραπλάνηση αυτής.
Στην πρώτη φράση το διάστημα που παραγράφεται είναι μόνο 4300χρόνια αφού το βιολί είναι η τελευταία στάση ενός τεράστιου σχεδιαστικού ταξιδιού που αρχίζει με την  πρωτόγονη πηκτίδα.
Όπως μάθαμε το 2016 [ανασκαφή Καστοριάς τοιχογραφία τοξωτής λύρας] υπάρχει πριν από το 700πΧ ως απόκρυφη τοξωτή ενώ η νυκτή με αντηχείο γνωρίζουμε πως υπάρχει από το 3000 και μάλλον το ίδιο ισχύει και για την τοξωτή χρήση.
Στην δεύτερη φράση παραλείπονται μόνο 6738 χρόνια αφού η ελληνική μουσική παράδοση φτάνει στο 5280πΧ οπότε βρίσκουμε το αρχαιότερο εύρημα πρόδρομου αυλού που βρίσκεται στο μουσείο του Βόλου ενώ δεν σταμάτησε να εμπλουτίζεται μέχρι στις μέρες μας που γράφτηκε για παράδειγμα το κοντάκιο για τον νέο άγιο Παήσιο.
[5280πΧ-440μΧ >5720  και 1000μΧ-2018μΧ>1018    5720+1018=6738]

Στο πέντε χιλιάδες όμως δεν υπάρχει εθνική συνείδηση οπότε αναρωτιέμαι τι υπήρχε τότε;
Έπρεπε να ανασυνθέσω στο μυαλό μου και στο χαρτί το σύνολο της ιστορίας της τέχνης και όχι μόνο γιατί αυτά που είχα διδαχτεί είναι προφανώς ατελή, αλλά γιατί έπρεπε να ενημερωθώ για τη γενετική ιστορία, για την ιατροδικαστική αρχαιολογία, ώστε να δω τι ξέρουμε σήμερα. Το βρήκα ερευνώντας και πιστεύω πως το κατανόησα σε μεγάλο βαθμό και το παρουσιάζω -όσο κι αν φαίνεται παράξενο-, όσο καλύτερα μου είναι δυνατό, σε συνοπτικότατη μορφή. Ξεκινώντας από την αρχή.
Αρχή θεωρώ το απώτατο γνωστό ψήγμα γνώσης.

Στην τέχνη παρθενογένεση δεν υπάρχει και τα επιτεύγματα δεν είναι ποτέ υπόθεση ενός ανθρώπου μιας φυλής ενός έθνους ή μιας εποχής είναι πάντοτε η προσθήκη στα επιτεύγματα όλων των άλλων που προϋπήρξαν και έδρασαν, των σημαντικών ή όχι επιτευγμάτων του κάθε ανθρώπου ή έθνους ή ότι άλλο της κάθε εποχής. Στην αρχή μάλιστα της ανθρώπινης ιστορίας δεν υπήρχαν εθνικές συνειδήσεις, ήταν απλά μια σχετικά ολιγομελής οικουμενική κοινότητα που όπως φαίνεται μάλιστα επικοινωνούσε πολιτιστικά και είχε δημιουργήσει την βασική κοινή πολιτιστική κληρονομιά στην οποία πρέπει να ανατρέχουμε πάντοτε για να βρούμε την αρχή όλων των προ εθνικών βασικών συνεισφορών.

Ας μάθουν λοιπόν οι μουσικοί όχι μόνον οι Έλληνες αυτά τα  πράγματα, όχι επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό Ελληνικά, αλλά επειδή είναι σημαντικά και ως εκ τούτου ενδιαφέροντα.
Αλλά και ναι επειδή είναι Ελληνικά σε μέγιστο ποσοστό και είναι δικά μας υπό την έννοια πως είναι δώρο των προγόνων μας στην κοινωνία μας, δώρο που η κοινωνία μας γνωστοποίησε στον κόσμο όλο χωρίς να ζητάει τίποτε, όμως η δικαιοσύνη στην υστεροφημία των δημιουργών ζητάει να διαγράψουμε τις καπηλείες και τις ανακρίβειες και να παρουσιάσουμε το αληθινά ουσιαστικό.

Μετράει εξάλλου τι είναι δικό σου και σου ταιριάζει και τι όχι, πόσο μάλλον αν αυτό έχει καθορίσει το σύνολο της τέχνης που σου αρέσει και άρα αυτό θα πρέπει να το ξέρεις είτε Έλληνας είτε όχι.

Η Πηκτίς  είναι η πρωτογενής λύρα που σχετίζεται με τον Ελληνικό και προελληνικό πολιτισμό είναι η πρωτόγονη λύρα αρχικά μουσικό τόξο και Χέλυς χωρίς αντηχείο.
Είναι το σημείο που ξεκινάει η δημιουργική διεργασία για το σχηματισμό κάθε γνωστού σήμερα εγχόρδου μουσικού οργάνου.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει και να λειτουργεί σήμερα όπως ακριβώς και κάθε άλλο πρωτογενές όργανο.
Μας δίνει τη λύση σε θέματα που δεν μπορούν να  εξηγηθούν αλλιώς στους μουσικούς παρά μόνο μέσα από την δοκιμή.

Πρόλογος



 "Ο αρπιστής της νήσου Κέρος"
Πηκτίς 2800π.Χ. μουσείο Κυκλαδικής τέχνης,

Όλα ξεκίνησαν από τη διαπίστωση, πως δεν μαθαίνουμε ούτε καν τα στοιχειώδη για την ελληνική μουσική θεωρία και πράξη: τα όργανα, τους ρυθμούς, τους τρόπους.

Το έναυσμα δίνεται μετά από μια έρευνα αγοράς για τον δίαυλο, και την ανακάλυψη, πως δεν μπορεί να μάθει κανείς δίαυλο. Επειδή ούτε διδάσκεται, ούτε  πουλιέται ή αγοράζεται, ούτε κατασκευάζεται, ενώ δεν υπάρχει καν μέθοδος για να μάθει κανείς. Επιπλέον διαπίστωσα πως το ίδιο ισχύει για το σύνολο των αρχαίων οργάνων με τα οποία στήθηκε η μουσική επιστήμη. Έτσι προέκυψε ερευνητική  και συνθετική εργασία για τα μουσικά όργανα και την μουσική θεωρία των Ελλήνων.

Αρχικά μελέτησα τα σχολικά εγχειρίδια τα δικά μου και των αδερφών μου, μετά τα βιβλία μουσικής μου, των φίλων μου μουσικών και αυτά της Δημόσιας βιβλιοθήκης Λευκάδος, τέλος μέσω διαδικτύου επεκτάθηκα στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία αλλά και παρουσιάσεις με αυτόματη μετάφραση σε ιταλική, αγγλική, γαλλική, γερμανική, ισπανική, ρωσική, κινέζικη, κορεάτικη, ινδική, αιγυπτιακή  αλλά και κάθε είδους πηγή πληροφοριών από διπλωματικές εργασίες κάθε σχετικής σχολής που εντόπισα στην έρευνα αυτή. Προφανώς το εύρος του τομέα δεν δίνει περιθώριο για εξάντληση της πραγματικά απέραντης βιβλιογραφίας.
Κατέληξα το 2017 με μια στοιχειώδη μέθοδο αυλού και πολλές απορίες για το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα, αλλά και πληροφορίες και γνώσεις για κάθε όργανο, που υπάρχει και χρησιμοποιείται ή δεν χρησιμοποιείται σήμερα.

Ο αυλός ειδικά με τη μορφή του δίαυλου και οι λύρες κάθε είδους είναι αξεχώριστα έτσι προέκυψαν πολλά καινούργια στοιχεία για τις λύρες αλλά και για την ελληνική μουσική γενικότερα.
Με τον τρόπο αυτό κατέφυγα στο πλησιέστερο στάδιο της αρχαίας μουσικής: την βυζαντινή λεγόμενη. Γράφτηκα λοιπόν στην σχολή βυζαντινής μουσικής Λευκάδας αρχικά στο τμήμα θεωρίας και μετά και στο πρακτικής ψαλτικής.

Παράλληλα οργάνωνα όλο το υλικό, που προέκυψε από την έρευνα για τον αυλό και αφορούσε την λύρα. Δεδομένου ότι με τα έγχορδα δεν είχα ποτέ καμία επαφή, ξεκίνησα να σχεδιάζω και να κατασκευάζω αρχαία κιθάρα με τη έννοια του σύγχρονου οργάνου, που διατηρεί όμως όλα τα χαρακτηριστικά των αρχαίων.
Άκουγα σε ντοκιμαντέρ αρχαιολογικών σχολών ανά τον κόσμο τον ήχο των ανακατασκευασμένων με ακρίβεια οργάνων που έκαναν μουσικοί αρχαιολόγοι και διερευνούσα τα κουρδίσματα και τα ειδικά χαρακτηριστικά.

Εκείνες τις μέρες επισκέφτηκα την μαντολινάτα του Ορφέα, [μουσικος φιλολογικός σύλλογος Ορφέας Λευκάδος] και διαπίστωσα εμβρόντητος παρακολουθώντας την πρόβα της μαντολινάτας, ειδικά σε ένα πολύ αργό, λεπτοδουλεμένο, και απαιτητικό κομμάτι, πως η αίσθηση και ο συνολικός ήχος των οργάνων ήταν αυτός που είχα ακούσει πρόσφατα από τα αρχαία όργανα.

Όλη αυτή η ενασχόληση με την γενική εικόνα της μουσικής στο σύνολο της, συνδύασε μέσα μου τα φαινομενικά ασύνδετα κομμάτια.
Προφανώς το έκανα εκμεταλλευόμενος και τις σπουδές ως αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων και βιομηχανικός σχεδιαστής και την εικοσαετή επαγγελματική μου εμπειρία, επομένως την δυνατότητα να βλέπω τη σχεδιαστική: τεχνική ή και καλλιτεχνική συνέχεια ακόμη και μέσα στις μορφολογικές ασυνέχειες.

Επιπλέον δε η ενασχόληση αυτή εκμεταλλευόμενη την ευχέρεια του να συμπληρώνω τα κενά γνώσεως με δημιουργική συνθετική φαντασία και τεχνική κατάρτιση  και γεφυρώνοντας έτσι αυτές τις συνέχειες και ολοκληρώνοντας την εικόνα που δίνουν τα στοιχεία, καταλήγει το όλον με σχετική ασφάλεια σε μια λειτουργική συνολική εικόνα, που είναι πολύ χρήσιμη σε όσους αγαπούν τη μουσική.
Δίνει το νόημα-τη θέση- των πραγμάτων.

Αυτή η εικόνα για τη μουσική συνολικά προσωπικά μου άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα μουσικά πράγματα και οφείλω να τη μοιραστώ με τον μουσικό κόσμο ώστε να γίνει κοινό κτήμα η  ματιά που δίνει νόημα στα κομμάτια του πάζλ των γνώσεων για τα διάφορα όργανα και συστήματα.
Είναι σίγουρα ατελής αυτή η γενική εικόνα ωστόσο εξαιρετικά βοηθητική και παράλληλα κάτι που διαπιστώνω πως δεν υπάρχει στη διάθεση των σπουδαστών και δασκάλων μουσικής.

Βλέπετε μαζί με τα σκόρπια στοιχεία βρήκα και ένα τεράστιο χάος ανακριβειών και άστοχων συνδέσεων. Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι αναμενόμενο για θέματα που αφορούν ιστορία χιλιετηρίδων. Ωστόσο φαίνεται πως οι φερόμενοι ως ειδικοί δεν κατανόησαν ποτέ τον ορθό συνδετικό κρίκο των οργάνων θέτοντας την κατάλληλη βάση διαίρεσης και κατάταξης των ειδών. Έτσι τα κατατάσσουν με τρόπο επιφανειακό: μορφολογικά κι όχι με βάση τον σχεδιαστικό σκοπό τους όπως πρέπει.

Ως αρχιτέκτονας και βιομηχανικός σχεδιαστής διακρίνω την συνέχεια του ύφους, δηλαδή του πνεύματος  σχεδιασμού που συνδέει φαινομενικά ανόμοια μορφολογικά στοιχεία, που συνιστούν τους χώρους και τα αντικείμενα. Επίσης όταν σχεδιάζω, περνάω μέσα από ατελείωτο αριθμό μορφών και συνδυασμών, που υπηρετούν τον ίδιο ακριβώς σκοπό με διαφορετική έμφαση και αποτελεσματικότητα σε κάποιο τομέα κάθε φορά. Άρα όλα τα φαινομενικά ανόμοια σχεδιαστικά χαρακτηριστικά είναι συνδεδεμένα άρρηκτα με δεσμούς σκοπιμότητας.

Θεώρησα λοιπόν καθήκον μου να το καταθέσω γραπτώς και να δώσω μια διαφορετική οπτική γωνία του συνόλου της μουσικής αλλά και κάποιων εξειδικεύσεων της από τη μεριά του δημιουργού και των μέσων που την υπηρετούν.

Επιπλέον τα κίνητρα μου εμπλουτίστηκαν όταν αναρωτήθηκα κάποια βασικά ερωτήματα που προέκυψαν από φιλική επαφή με μουσικούς.
Αναρωτήθηκα λοιπόν πόσοι Έλληνες μουσικοί γνωρίζουν:
Πως ήταν οι λύρες;
Ποιά τα είδη τους;
Πως παίζονταν;
Τι ήχο είχε η κάθε μια και τι ιδιαιτερότητες;
Ποιο ήταν το ελληνικό σύστημα μουσικής και που εφαρμόζεται από την προϊστορία μέχρι σήμερα;
Ποιο το ευρετήριο-ρεπερτόριο τους;
Πως να διαβάσουν και να παίξουν την ελληνική παρτιτούρα μονογράμμου;
Πως είναι δυνατόν να είναι ίσως το μοναδικό ανά τον κόσμο ζωντανό-σε χρήση- αυτούσιο και παράλληλα τελειοποιημένο ρεπερτόριο από την αρχαϊκή ακόμη εποχή;
Αξίζει να τα γνωρίζουν αυτά οι μουσικοί;

Είμαι πεπεισμένος για αυτό το τελευταίο επειδή φαίνεται πως δεν γνωρίζουν την ιστορία των οργάνων με τα οποία δημιουργήθηκε η επιστήμη της μουσικής και έθεσαν τα ακλόνητα και πανταχού παρόντα θεμέλια της επιστήμης στη τέχνη κάθε έκφρασης.
Ώστε αφού δεν έχουν γνώση των θεμελίων της επιστήμης της μουσικής μήπως δεν αντιλαμβάνονται τη συνέχεια της από τότε μέχρι σήμερα;
Νομίζω πως έχουν αποσπασματική εικόνα της επιστήμης και τέχνης που υπηρετούν.
Και την απέκτησα εγώ που μόνο μουσικός δεν λογίζομαι; Μήπως είναι η ιδέα μου και έγινα αλαζόνας σκέφτηκα. Καλύτερα να περισσέψει παρά να λείψει κατέληξα.
Ε λοιπόν πρέπει να το δημοσιοποιήσω και ας εκτεθώ.
Τόσο απλό είναι και τόσο σημαντικό ταυτόχρονα.