Σύγχρονη πηκτίδα ''`Ήδιστον μέλημα" |

Λύρα σήμερα οργανολογικά ονομάζουμε το έγχορδο όργανο με δύο βραχίονες.
Γενικά όμως ονομάζουμε λύρες και όσα έχουν ένα βραχίονα και παίζονται με δοξάρι ακουμπισμένα στο πόδι, επειδή το παίξιμο με δοξάρι-τοξάρι- της λύρας κάθε είδους αποτελούσε την απόκρυφη λύρα των ιερών μυστηρίων τηρώντας την αρχαία έννοια της λέξεως που σήμαινε γενικά το έγχορδο μουσικό όργανο.
Αρχαιότεροι από τον όρο λύρα για την περιγραφή των εγχόρδων οργάνων είναι οι όροι Κίθαρις-Κιθάρα και Φόρμιγξ-Φόρμιγγα. Και οι δύο αυτοί όροι συνδέθηκαν αργότερα με συγκεκριμένο είδος εγχόρδου με διπλούς βραχίονες κι έτσι η χρήση τους περιορίστηκε στο είδος αυτό.
Το μεν όνομα Φόρμιγξ που σημαίνει φορητή χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ξύλινη κατασκευή έγχορδου οργάνου που έγινε για τούτο πιο φορητή ως σταθερότερη και ομοιογενής αλλά και ευπαρουσίαστη.
Το δε Κίθαρις που σημαίνει θωρακόσχημη από το κίθαρος που είναι θωρακόσχημο ψάρι, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την τελειοποιημένη εξέλιξη της λύρας φόρμιγγας βαρβίτου.
Ονομάζεται κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή: Κίθαρις βάρβιτος.
Ωστόσο ο Όμηρος στην Οδύσσεια αναφέρει στην πρώτη ραψωδία:
''Κήρυξ θήκε Φημίω κίθαρη περικαλλέα'' δηλαδή:
κήρυκας θήκιασε στον Φήμιο κιθάρα πανέμορφη
Η κίθαρη αυτή την εποχή του Ομήρου 1000πΧ ήταν μια Πηκτίδα είτε η εξέλιξη της με αντηχείο η Φόρμιγγα γιατί υπήρχαν παράλληλα και τα δύο είδη.
Αργότερα οι λύρες αποκτούν ειδικά ονόματα για κάθε είδος ενώ για το γένος οργάνων με δύο βραχίονες μένει το όνομα λύρα που σημαίνει καλλίφωνο και προέρχεται από το αντίστοιχο ωδικό πτηνό.
Η εξέλιξη της λύρας
Ας πάρουμε τα πράγματα από τη αρχή.
Τα έγχορδα μουσικά όργανα προκύπτουν από το κυνηγετικό τόξο.
Την εποχή προ του 13.000πΧ σύμφωνα με τις ενδείξεις σε τοιχογραφίες [πχ Trois Frères cave of southern France,] υπάρχουν ήδη τόσο το τόξο όσο και το μουσικό τόξο.

Προσπαθώντας να φοβίσουν με απόκοσμους ήχους-άγνωστους θορύβους- τα άγρια ζώα, οι κυνηγοί δονούν τα κυνηγετικά τους όπλα μαζί με αυτά και τα τόξα τους.
Έτσι καταφέρνουν να τρέψουν τα ζώα πανικόβλητα σε φυγή, που θα τα οδηγούσε σε ενέδρα ή στην αιχμαλωσία και που λόγω του πανικού τους δεν θα διακρίνουν έγκαιρα την παγίδα.
Έτσι από ότι φαίνεται η τέχνη έπεται μεν αλλά σχετίζεται με τη βιοτική φροντίδα.
Η δόνηση-διέγερση της χορδής του κυνηγετικού τόξου μόνο με τα δάκτυλα αρπάζοντας και αφήνοντας απότομα τη χορδή του είναι το άρπαγμα ή άρπισμα, ενώ με το νύχι ή με άλλα αντικείμενα δημιουργεί την χρήση με πλήκτρο-αντικείμενο που πλήττει- ενώ τέλος με άλλο τόξο-τοξάρι=δοξάρι- δημιουργεί την τοξωτή χρήση.
Η επιμέρους αυτή ηχητική κυνηγετική χρήση του τόξου, το μετατρέπει και σε ηχητικό όργανο επιπλέον της χρήσης του φονικού οργάνου.
Εξάλλου καθιστά το τόξο θρησκευτικό όργανο, η διαδικασία αναπαράστασης του κυνηγιού, για εξοικείωση με την επικίνδυνη διαδικασία του κυνηγιού και του πολέμου επιβίωσης με τα άγρια ζώα και με πεινασμένους εισβολείς.
Η εξοικείωση αυτή γίνεται σε τελετές στις σπηλιές όπου μένουν τα ίχνη των τελετών.
Οι ηχητικοί πειραματισμοί καθιστούν το τόξο παιχνίδι στα χέρια των μικρών και μεγάλων κυνηγών. Επιπλέον η ικανότητα για παραγωγή ευχάριστου ήχου που προκύπτει από υπομονετικούς και επίμονους πειραματισμούς το καθιστά όργανο τέχνης, δηλαδή μουσικό όργανο, που εντάσσεται στις τελετές ως μέσο ευχάριστης καθήλωσης των θεατών και ακροατών.
Το μουσικό τόξο αποκτά αρχικά δύο και τρεις χορδές ως ανάγκη ποικίλματος στον ήχο για να μην είναι μονότονος. Δεν έχει αντηχείο και όταν παίζεται με το δάκτυλο δεν ακούγεται ιδιαιτέρως,όπως γίνεται με το νύχι ή άλλο πλήκτρο από κόκαλο ή καβούκι ή κέρατο ή νύχι πολύ περισσότερο με το δοξάρι και ακόμη καλύτερα δοξάρι από τρίχες ουράς αλόγου με ρετσίνι.
H μουσική τεχνολογία κρουστών πνευστών και εγχόρδων οργάνων είναι γνωστή σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς ειδικά δε από το 5000 μέχρι το 3000 πΧ την εποχή της γένεσης των εθνικών συνειδήσεων οπότε δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε που πότε και από ποιόν έγινε πια ανακάλυψη και εφεύρεση έτσι κι αλλιώς αυτό ανήκει στην εποχή του οικουμενικού κόσμου που ο άνθρωπος δεν είχε παρά μόνο στενή φυλετική συνείδηση.
Στον Ελληνικό χώρο το αρχαιότερο μουσικό εύρημα που αφορά λύρα είναι: Οι αρπιστές της νήσου Κέρος. Πρόκειται για αγαλματίδια που παριστάνουν αρπιστές όλοι έχουν πηκτίδα-άρπα-

είναι ξεκάθαρο πως μόνο το δεξί χέρι παίζει ενώ το αριστερό κρατάει επομένως το 3000πΧ υπήρχαν χορδές τόνων και η πηκτίδα είχε τη χρήση άρπας.
Το ίδιο παρατηρούμε και στον αρπιστή της Πύλου από το ανάκτορο του Νέστορα του 1500πΧ. Μπορούμε να συμπεράνουμε πως η πηκτίδα είχε χρήση μόνο σαν φορητή άρπα;
Η απάντηση μου είναι σαφώς όχι και θα φανεί παρακάτω το γιατί.
.
Η τοιχογραφία του αρπιστή στο ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο που παριστάνει οκτώσχημη πηκτίδα-άρπα του 1500πΧ.
Με τον καιρό προκύπτει το αντηχείο [το κούφιο μέρος] που ενισχύει πολύ τον ήχο του οργάνου. Είναι ξεκάθαρο πως το αντηχείο ανακαλύπτεται πριν από το 3000πΧ όπως μαρτυράει ο Αρπιστής της Κέρου του 2800πΧ που αναπαριστά πηκτίδα-άρπα με αντηχείο.

Αρπιστής Κέρου Μουσείο Παύλου Γκετί, Μαλιμπού, Καλιφόρνιας
Λεπτομέρεια από αιγυπτιακή τοιχογραφία για τους λαούς της θάλασσας όπου φαίνεται πως η λύρα με αντηχείο και επτά χορδές ήταν ήδη σε χρήση από το 1500 πΧ από τους Κυκλαδίτες λαούς της θάλασσος και γνωστή στους Αιγύπτιους που είχαν επαφές μαζί τους.
Η ανακάλυψη του αντηχείου που έγινε πριν το 3000 πΧ επειδή βλέπουμε στον μικρό αρπιστή της Κέρου πως η πηκτίδα του έχει αντηχείο δεν σημαίνει όμως πως χρησιμοποιείται σε όλα τα όργανα αφού στον ίδιο χώρο την ίδια εποχή βλέπουμε στους υπόλοιπους αρπιστές τρείς στον αριθμό πως δεν είχαν αντηχείο τα όργανα που κρατούσαν και είναι όλα από ένα νησάκι την Κέρο της Κυκλαδικής περιόδου γύρω στο 2800πΧ.
Χρησιμοποιείται παράλληλα η πηκτίδα με αντηχείο με την πηκτίδα χωρίς αντηχείο, τόσο την ίδια εποχή όσο και 1500χρόνια μετά. Μάλιστα με βάση τα αγαλματίδια ήταν πιο συχνή η χρήση χωρίς αντηχείο. Ο πιθανός λόγος είναι η εκπαιδευτική της χρήση και μάλιστα σε εσωτερικό χώρο που δεν χρειάζεται η ένταση του ήχου.

Αρπιστής και διαυλητής στο Μουσείο Κυκλαδικής τέχνης Αθήνας 2800πΧ
Το μουσικό σύστημα της εποχής των λαών της θάλασσας 5000-3000πΧ ήταν ανεπτυγμένο αφού χρησιμοποιείται ο δίαυλος μαζί με τη λύρα που προϋποθέτει σημαντικές γνώσεις μουσικές για να μπορούν να συνεργαστούν οι μουσικοί.
Η στάση κάθε αρπιστή του 3000πΧ είναι καθιστή με την πηκτίδα στον δεξί μηρό να παίζεται από το δεξί χέρι και να κρατιέται με το αριστερό.

Αρπιστής Μητροπολιτικό μουσείο Νέας Υόρκης

Αρπιστής μουσείο Μαλμαζόν, Παρίσι
Αρπιστής μουσείο badisches Landes kaρλσρούη
[πηγή άρθρο ΜARIN LHOPITEU Ηarpomania.blogspot.com]
Το όργανο που διαθέτει εν δυνάμει αντηχείο και δεν χρησιμοποιεί το αντηχείο είναι η πρωτόγονη λύρα η χέλυς [=χελώνα] δηλαδή μια πρωτόγονη πηκτίδα [=στερεωμένη] από κέρατα που σφηνώνονται σε ολόκληρο καβούκι χελώνας στις τρύπες των ποδιών. Όταν κάποιες φορές το καβούκι σπάει επισκευάζεται με δέρμα που τεντώνεται στο καμπύλο μέρος σχηματίζοντας ένα υποτυπώδες τύμπανο, τότε στο μουσικό όργανο ο ήχος γίνεται πολύ πιο δυνατός και διαυγής. Έτσι πιθανότατα ανακαλύπτουν οι μουσικοί το αντηχείο με κάλυμμα ευέλικτο. Κατανοούν εμπειρικά το ρόλο του αντηχείου και προσθέτουν αντηχείο στα έγχορδα όργανα που δημιουργούν στη συνέχεια.
Έτσι κάπως εξηγείται και η μυθοποίηση του οργάνου αυτού.
Το εξελιγμένο -σύνθετο όπως ονομάζεται-τόξο κατασκευάζεται από σύνθεση υλικών όπως κέρατα και ξύλο σε συνδυασμό με εντέρινες χορδές. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το μουσικό τόξο, η φυσική εξέλιξη του μουσικού τόξου είναι η λύρα και τα είδη της.
Τα είδη της λύρας, εγχόρδου οργάνου δηλαδή, είναι δύο κατηγοριών: με δύο βραχίονες ή με έναν. Στην περίπτωση των δύο βραχιόνων σχηματίζεται με διάφορους τρόπους ένα πλαίσιο, στη δεύτερη περίπτωση αυτό δεν χρειάζεται επειδή τις τάσεις συγκρατεί ο μονός βραχίονας.
Ας δούμε τα διάφορα είδη λύρας:

1.Χέλυς[=χελώνα] που είναι η αρχαιότερη ως πρωτόγονη κατασκευή λύρας με βραχίονες από κέρατα και σταθεροποίηση τους με ολόκληρο καβούκι χελώνας. Η οποία γίνεται μετέπειτα αν και πρωτόγονο ένα τελειοποιημένο μουσικό όργανο με αντηχείο από μισό καβούκι [το καμπύλο του μέρος] ντυμένο με δέρμα και επτά χορδές ονομάζεται Απολλώνια λύρα. Χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα. Η δημιουργία της έχει μυθοποιηθεί και θεωρείται από την παράδοση πως δημιουργήθηκε από τον πανούργο Ερμή και έγινε δεκτό σαν ανταλλαγή από το θεό της μουσικής Απόλλωνα. Γεγονός που συμβαδίζει με την ιστορία του τόξου και του μουσικού τόξου και τη διάχυση τους.
Στην ουσία η χέλυς είναι μια πρωτόγονη πηκτίδα. 
Ο Νίκος Ξανθούλης με πηκτίδα-χέλυς με ξύλινους βραχίονες
Υπάρχει και ένα ενδιάμεσο στάδιο χέλυος που δημιουργείται πριν την ξύλινη Πηκτίδα που οι βραχίονες από κέρατα αντικαθίστανται από ξύλινα κλαδιά. Μάλιστα αυτή η κατασκευή δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας της βαρβίτου με αντηχείο χελώνας αργότερα.

2.Πηκτίς [=πηκτή ή στέρεη]
πρόγονος της κιθάρας, της φόρμιγγας αλλά και της χέλυος με λειτουργικό αντηχείο από το καβούκι χελώνας με σπασμένο το κάτω μέρος και στη θέση του τεντωμένο δέρμα. Η πηκτίς δεν διέθετε αντηχείο. Είναι πρόγονος της φορητής άρπας και κάθε είδους έγχορδου επειδή πάνω σε αυτή έγιναν οι δημιουργικές διαδικασίες βάσης πειραματισμού αυτό φαίνεται από την πληθώρα ονομασιών της και διαφοροποιήσεων της.

Σύγχρονη τετράχορδη Πηκτίδα
Η πηκτίς λέγεται επίσης:
Τρίχορδον [=τρεις χορδές (ρε λα ρε' )ή (λα, ρε, λα') (σι μι λα)και άλλες παραλλαγές]
Άρπα [αρπάζω τη χορδή]
Κινόρ [κινώ τη χορδή, από την προελληνική Φιλισταίων,Γαλιλαίων]
Κανών [κανονίζω-χορδίζω] σε αυτό το τρίχορδο [υπάτη-μέση-νήτη] και τετράχορδο όργανο τεντώνονταν με συγκεκριμένου βάρους βαρίδια οι χορδές κι έτσι έπαιζε κανονιστικό ρόλο στο να κουρδιστούν σωστά τα υπόλοιπα όργανα. Κανόνας ήταν και το μονόχορδο του Πυθαγόρα όπου έκανε τα πειράματα του για τους λόγους των χορδών. Αργότερα έγινε πολύχορδο όργανο με συνολικό αντηχείο και ονομάστηκε κανονάκι και σαντούρι [σαντούρ στα περσικά σημαίνει εκατόχορδο]

Ψαλτήριο [=συνοδεία των ψαλμών] οι λύρες είχαν πάντοτε αυτό τον ρόλο από την αρχή της ύπαρξης τους μαζί με τον αυλό και τον δίαυλο. Το ψαλτήριο έγινε πολύχορδο.


Τα βασικά όργανα της ορχήστρας εταίρων των λαών της θάλασσας όπως φαίνεται σε Αιγυπτιακή τοιχογραφία ταφική του 1500 πΧ από δεξιά:
σαμβύκη, πανδουρίδα και φωνή, παιδική φωνή, δίαυλος, φόρμιγγα [πηκτίδα με αντηχείο].
3. Σαμβύκη[=ζαμπούκος αφροξυλιά κουφοξυλιά ] που είναι η πρώτη ξύλινη λύρα με αντηχείο στην μια πλευρά όπου καταλήγουν οι χορδές. Πρόγονος σταθερής άρπας και πανδουρίδας.

Ο λίθος της Μαντινείας 600 πΧ
4.Πανδουρίς[=πάνδρυς, ολόξυλο δρυός ]που διαθέτει αντηχείο κι ένα βραχίονα κι επομένως είναι μεταγενέστερη της πηκτίδας της οποίας δανείζεται το τρίχορδο κούρδισμα που διατηρεί μέχρι σήμερα ως τρίχορδο σκαφτό μπαγλαμαδάκι τζουράς, αλλά και ως κρητική, ποντιακή, θρακιώτικη και πολίτικη λύρα. Πρόγονος των λαουτοειδών κάθε χρήσης νυκτής και τοξωτής.
-Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας''(Αθήναιος Δ', 183F-184A, 82).
Αθήναιος ο Nαυκρατίτης, τέλη 2ου αι. μ.Χ. - αρχές 3ου αι. μ.Χ. ήταν αρχαίος Έλληνας βιολόγος, φυτολόγος, ζωολόγος, γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός από την Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα στην Ρώμη.
-Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος.
Ο Νικόμαχος από τα Γέρασα της Παλαιστίνης έζησε μεταξύ των μέσων του 1ου και 2ου αιώνα μΧ.
-Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".
Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς ή Αλεξανδρινός ήταν Έλληνας γραμματικός και λεξικογράφος που άκμασε κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.

Μάγαδις ή απόκρυφη λύρα




. 
5.Μάγαδις [=μαγική ή γοητευτική ή απόκρυφη] που σήμαινε πιο πολύ απόκρυφη λύρα για τον τρόπο παιξίματος με δοξάρι και την ύπαρξη καμπύλου ''καβαλάρη'' το εξάρτημα που κρατάει τις χορδές στο αντηχείο και διευκολύνει το δοξάρι. Πρόγονος οικογένειας τοξωτών κάθε είδους. Μάγαδις μπορεί να είναι κάθε λύρα με καμπύλο καβαλάρη που μπορεί να παιχτεί με δοξάρι.
Επικράτησε η μορφή της μονόμπρατσης πανδουρίδας ως η πιο αποτελεσματική για τοξωτή χρήση στο πόδι.
Η λύρα αυτή διαχύθηκε αφενός την ελληνιστική εποχή στα ιερά όλης της αυτοκρατορίας αλλά κυρίως με την καταστροφή των ιερών των ελληνικών ναών μετά το 400μΧ μετατράπηκε σε λαϊκό όργανο όπως και η απλή νυκτή πανδουρίδα.
Είναι γνωστή σε διαφόρους λαούς:
στους κέλτες ονομάζεται crwth [παραφθορά του κίθαρη],
στους Βίκινγκς λέγεται juhinco-jouhikantele-talharpa
στους Σάξονες talharpa [ψηλή άρπα]
στους Άραβες ραμπάπ σάαζ
στους Γαλάτες ρεμπέκ ,
στους Ινδούς citar [παραφθορά του κιθάρα]
στους γιαπωνέζους που τη λένε σαμισέν
στους κινέζους σανξιέν [ σημαίνει και στις δύο γλώσσες τρίχορδον] και σε πολλούς άλλους λαούς που παίζεται ως τοξωτή λύρα ή ως νυκτό όργανο.
6.Φόρμιγγα[=φορητή ] εξολοκλήρου ξύλινη δύο βραχιόνων με αντηχείο, εξέλιξη της πηκτίδος και πρόγονος της κιθάρας.

7. βάρβιτος[=βαρύτονη ]από το βαρύμιτον [βαρύ + μίτον =βαριά χορδή]. Κατασκευή με μακριούς βραχίονες ή κοντές χοντρές χορδές, είδος χέλυς ή φόρμιγγας με επτά χορδές - το Απολλώνιο κούρδισμα- . Βάρβιτος δηλαδή βαρύτονη μπορεί να είναι κάθε είδος λύρας με μακριούς βραχίονες ή χοντρές χορδές.

Αγώνας Απόλλωνα και Φρύγιου αυλητή Μάρσυα.
8.Κίθαρις [=θωρακόσχημη κορυφαία] από το κίθαρος θώρακας, θωρακόσμημο ψάρι και διάδημα κορώνα. Είναι η τελειοποιημένη εξέλιξη της φόρμιγγας βαρβίτου με τραπεζοειδές αντηχείο. Είναι η εξολοκλήρου ξύλινη, βαρύτονη θωρακόσχημη, κορυφαία ως η τελειοποιημένη λύρα κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Διαθέτει μηχανισμό βιμπράτο και ξεχειλώματος [μπέντινγκ], μηχανισμό που μιμείται η ηλεκτρική κιθάρα με ηλεκτρονικό τρόπο. Επίσης διαθέτει και ισοκράτες ή κουρδιστές μεταλλικούς [διαπασών]. Το κούρδισμα της είναι το επτάχορδο ή ψευδοοκτάχορδο- Απολλώνιο κούρδισμα- όπου η τελευταία και η πρώτη χορδή βρίσκονται με διαφορά οκτάβας.
Το τελειοποιημένο ερασιτεχνικό κούρδισμα της είναι το
λα σι ντο ρε μι φα σολ λα'
ντο ρε μι φα σολ λα σι ντο'
Παίζεται ερασιτεχνικά σαν άρπα δηλαδή χορδή και φθόγγος αλλά και με πλήκτρο .
Από τους επαγγελματίες παίζεται με το νύχι του αριστερού με λόγους χορδών σαν τη σημερινή κιθάρα και με περισσότερες υποδιαιρέσεις μάλιστα. Επίσης παίζεται από τους επαγγελματίες με οκτώ χορδές ως διπλό τετράχορδο.[Μι σι μι λα] ή [μι λα ρε σολ]
Αργότερα την ελληνιστική εποχή γίνεται διάσημη από τις θεατρικές παραστάσεις σε όλη την πολυεθνική αυτοκρατορία, ωστόσο καταντάει μια πολύχορδη άρπα με περισσότερες από εννιά χορδές και χρησιμοποιείται σαν μια απλή φορητή άρπα, από όσους δεν γνωρίζουν αφενός το ελληνικό σύστημα μουσικής, και αφετέρου δεν έχουν διδαχτεί την επαγγελματική της χρήση, είναι μάλιστα πάρα πολλοί αυτοί σε όλη την αλεξανδρινή αυτοκρατορία.
Είναι το επαγγελματικό όργανο της κλασικής εποχής και ως εκ τούτου το τελειότερο και δυσκολότερο ταυτόχρονα.
Αντίστοιχο όργανο σύγχρονο είναι η ηλεκτρική κιθάρα, η κλασική κιθάρα, η ακουστική μπασο-κιθάρα, το λαούτο, το ούτι, το βιολοντσέλο. Όλα αυτά τα όργανα έχουν όλα τα βασικά σχεδιαστικά χαρακτηριστικά της τα πλήρη χαρακτηριστικά της όμως τα έχει μόνο η ηλεκτροακουστική κιθάρα που φέρει κουρδιστήρι, μηχανισμό βιμπράτο. μηχανισμό μπέντιγκ και ισοκράτες αν και ηλεκτρονικούς.